μεγαλορρημονώ
Смотреть что такое "μεγαλορρημονώ" в других словарях:
μεγαλορρημονώ — (Α μεγαλορρημονῶ, έω) [μεγαλορρήμων] λέω μεγάλα λόγια, καυχησιολογώ … Dictionary of Greek
μεγαλορρημονώ — (Α μεγαλορρημονῶ, έω) [μεγαλορρήμων] λέω μεγάλα λόγια, καυχησιολογώ … Dictionary of Greek